-
1 мужской
мужской 1) ανδρικός" \мужской зал το κουρείο 2) (пол, род) αρσενικός* * *1) ανδρικόςмужско́й зал — το κουρείο
2) (пол, род) αρσενικός -
2 парикмахерская
-
3 парикмахерская
(мужская) το κουρείο, (женская) το κομμωτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > парикмахерская
-
4 парикмахерская
парикмахер||скаяж τό κουρεῖο[ν]. -
5 помещаться
помеща||ться1. (находиться) εὐρίσκομαι, διαμένω, ἐγ-καθίσταμαι / κατοικώ (жить):парикмахерская \помещатьсяется в этом доме τό κουρείο βρίσκεται σ· αὐτό τό σπίτι·2. (вмещаться) χωρώ. -
6 остричь
-игу, -ижшь, -игут, παρλθ. χρ. остриг-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остриженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.ψαλιδίζω, κόβω•остричь ветки κλαδεύω•
остричь ногти κόβω τα νύχια.
|| κουρεύω•остричь волосы κόβω τα μαλλιά, κουρεύω•
пришл домой -жен ήρθε στο σπίτι κουρεμένος•
остричь овец κουρεύω τα πρόβατα.
он -гся в парикмахерской αυτός κουρεύτηκε στο κουρείο. -
7 парикмахерская
-ойεπ.κουρείο κομμωτήριο. -
8 цирюльня
-и θ. παλ. • κουρείο.
См. также в других словарях:
κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… … Dictionary of Greek
κουρείο — το το κατάστημα του κουρέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Menis Koumandareas — Μένης Κουμανταρέας Born 1931 Athens, Greece Occupation Writer Nationality Greek … Wikipedia
Koumandareas — Menis Koumandareas (griechisch Μένης Κουμανταρέας; * 1931 in Athen) ist ein griechischer Schriftsteller. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Literatur 4 Weblinks // … Deutsch Wikipedia
Menis Koumandareas — (griechisch Μένης Κουμανταρέας; * 1931 in Athen) ist ein griechischer Schriftsteller. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Literatur 4 … Deutsch Wikipedia
αβδελλάδικο — το [αβδέλλα] κατάστημα, συνήθως κουρείο ή φαρμακείο, όπου πουλάνε βδέλλες … Dictionary of Greek
κορσωτήριον — κορσωτήριον, τὸ (Α) [κορσωτήρ] κουρείο … Dictionary of Greek
μπαρμπέρικο — το [μπαρμπέρης] κατάστημα τού μπαρμπέρη, κουρείο … Dictionary of Greek
μπαρμπεριό — και μπερμπεριό,το (Μ μπαρμπερεῑον και παρπερεῑο) [μπαρμπέρης] κουρείο, μπαρμπέρικο … Dictionary of Greek
πωγωνοκουρείον — τὸ, Α κουρείο για το ξύρισμα τών γενιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων, ωνος «πιγούνι, γένι» + κουρεῖον] … Dictionary of Greek
βαλανείο — Ονομασία με την οποία ήταν γνωστά στους αρχαίους τα λουτρά, καθώς και το σκεύος μέσα στο οποίο πλένονταν ή ετοίμαζαν το λουτρό. Τα β. των αρχαίων διέθεταν ζεστά και κρύα λουτρά, καθώς και ατμόλουτρα, και μπορούσαν να είναι δημόσιες ή ιδιωτικές… … Dictionary of Greek